κουρητικός

κουρητικός
κουρ-ητικός, ή, όν,
A of or concerning the Κουρῆτες, τὰ K. treatises on the K., Str.10.3.7: hence, in Neo-Platonic theology, ministrant,

ὁ πρῶτος πατὴρ καὶ ὁ τρίτος οὐ παράγει κ. τάξιν Dam.Pr.278

;

κ. θεότης Procl.in Ti.3.310

D.;

κ. τάξις Id.Theol.Plat. 5.35

; κ. τριάς ibid. (here derived fr. Κούρη = Κόρη).
II K. (sc. ποῦς) the Cretic, Sch.Ar.Nu.651; the third paeon ([etym.] υυ-υ), Choerob. in Heph.p.218C.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουρητικός — κουρητικός, ή, όν, θηλ. και κουρῆτις, ιδος (Α) [Κουρήτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κουρήτες («γῆ Κουρῆτις», Στράβ.) 2. (στη νεοπλατωνική θεολογία) λειτουργός 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρητικός (ενν. πους) ο κρητικός μετρικός πους: υυ υ …   Dictionary of Greek

  • κουρητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρητικά — κουρητικός of neut nom/voc/acc pl κουρητικά̱ , κουρητικός of fem nom/voc/acc dual κουρητικά̱ , κουρητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρητικῶν — κουρητικός of fem gen pl κουρητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρητικόν — κουρητικός of masc acc sg κουρητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρητικῆς — κουρητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρητικῇ — κουρητικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρητική — κουρητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρητικήν — κουρητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρήτις — κουρῆτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. κουρητικός …   Dictionary of Greek

  • κουρητικάς — κουρητικά̱ς , κουρητικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”